ένστιγμα

ένστιγμα
το
ένστικτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ένστικτο. Η λ. ένστιγμα μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενστιγματικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στο ένστιγμα, στο ένστικτο («ενστιγματικές ορμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. γαλλ. instictif. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Απόστολο Μεγακλή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”